Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

Filled Under:

Θανάσιμη ομπρέλα αεράμυνας ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΓΑΙΟ...



Οι απειλές κατά της ασφάλειας ενός κράτους εξελίσσονται διαρκώς μέσα στο χρόνο, αφού επηρεάζονται πλέον από μια σειρά σύνθετων παραγόντων. Η παγκόσμια ασφάλεια έχει μειωθεί και οι πιθανότητες ένοπλων περιφερειακών συγκρούσεων έχουν αυξηθεί σημαντικά, ενώ η τεχνολογική πρόοδος έχει καταστήσει την αεροπορική ισχύ σημείο αναφοράς τόσο σε επίπεδο αναχαίτισης, όσο και σε επίπεδο κρούσης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αεροπορικές επιχειρήσεις θεωρούνται ως ο πλέον ευέλικτος και ενδεδειγμένος τρόπος για την εκτέλεση αμυντικών ή επιθετικών επιχειρήσεων. Και τούτο διότι τα διαθέσιμα αεροπορικά μέσα είναι πολλά και ικανά να εκτελέσουν ολόκληρο σχεδόν το φάσμα των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Η εξέλιξη των αεροπορικών επιχειρήσεων από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι τις μέρες μας δείχνει ότι το αεροσκάφος εξαπολύει την επίθεσή του όλο και μακρύτερα από τον στόχο, γεγονός που αποτελεί απόρροια της αύξησης του βεληνεκούς των βλημάτων προσβολής και της βελτίωσης της ακρίβειας προσβολής από μεγάλες αποστάσεις. Κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ, ο βομβαρδισμός εκτελούνταν από στρατηγικά αεροσκάφη με τη χρήση βομβών ελεύθερης πτώσης. Ομοίως, τα τακτικά μαχητικά εκτελούσαν αποστολές βομβαρδισμού με τη μέθοδο της κάθετης εφόρμησης. Στις δεκαετίες όμως του 1970 και του 1980, η ανάπτυξη των βλημάτων τεχνολογίας cruise επέτρεψε στα μαχητικά αεροσκάφη να πλήττουν τους στόχους από μεγαλύτερες αποστάσεις, αλλά ο βομβαρδισμός περιοχών με τη μαζική ρίψη βομβών ελεύθερης πτώσης δεν εγκαταλείφθηκε, αλλά περιορίστηκε λόγω της ανάπτυξης αντιαεροπορικών συστημάτων κατευθυνόμενων βλημάτων. Στη δεκαετία του 1990, η μέθοδος αυτή εγκαταλείφθηκε, καθώς αναπτύχθηκαν οι συλλογές τροποποίησης των βομβών ελεύθερης πτώσης σε βλήματα προσβολής ακριβείας (για παράδειγμα οι συλλογές JDAM), ενώ και η τεχνολογία των βλημάτων τεχνολογίας cruise βελτιώθηκε σημαντικά. Η επιτυχημένη ανάλυση της αεροπορικής απειλής προϋποθέτει γνώσεις και πληροφορίες για τα εξής δύο ζητήματα: (α) Τον ακριβή τύπο, το βεληνεκές και τα πτητικά χαρακτηριστικά των όπλων αέρος-εδάφους και (β) την τακτική που θα χρησιμοποιήσει το εχθρικό αεροσκάφος πριν την εξαπόλυση της επίθεσης. Το 1980 το 85% των επιθετικών δυνατοτήτων μιας στρατιωτικής μηχανής το αποτελούσαν τακτικά αεροσκάφη και επιθετικά ελικόπτερα, ενώ το υπόλοιπο 15% το αποτελούσαν τακτικά βλήματα εδάφους-εδάφους και βαλλιστικά βλήματα. Το 2000 τα ποσοστά είχαν διαμορφωθεί στο 62% και 38% αντίστοιχα, με την εισαγωγή των μη επανδρωμένων εναέριων οχημάτων και τη διεύρυνση της χρήσης τακτικών πυραυλικών συστημάτων εδάφους-εδάφους ή επιφανείας-εδάφους. Το 2020 τα ποσοστά αναμένεται να διαμορφωθούν στο 38% και 62% αντίστοιχα.
Η αναγκαιότητα για ένα αποτελεσματικό δίκτυο αντιαεροπορικής άμυνας είναι δεδομένη όταν η αεροπορική απειλή είναι ορατή και σημαντική. Η ικανότητα ενός έθνους να προβάλει την ισχύ του μέσα σε ελάχιστο χρόνο είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ικανότητά του να ενεργοποιεί το δίκτυο αντιαεροπορικής άμυνας που διαθέτει στον ίδιο ελάχιστο χρόνο. Αυτή η αντίληψη βασίζεται στη θεωρία της ισορροπίας μεταξύ της ενεργητικής και της παθητικής άμυνας. Δηλαδή μια χώρα δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στα μαχητικά αεροσκάφη (ενεργητική άμυνα) ή μόνο στα αντιαεροπορικά συστήματα (παθητική άμυνα). Ο συνδυασμός των δύο είναι αυτός που προσφέρει το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα (εξασφάλιση του εθνικού εναερίου χώρου, επιθέσεις κορεσμού κ.ά.). Για παράδειγμα, είναι διαφορετικό ένας Τούρκος πιλότος να γνωρίζει ότι μεταξύ αυτού και του στόχου μεσολαβεί ένα μόνο μαχητικό της ΠΑ και διαφορετικό να γνωρίζει ότι μεταξύ αυτού και του στόχου μεσολαβεί ένα μαχητικό αεροσκάφος και αριθμός αντιαεροπορικών συστημάτων με κλιμακωτό βεληνεκές. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει προσδώσει στα σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη την ικανότητα προσβολών χειρουργικής ακριβείας με ένα μόνο βλήμα και από μεγάλη απόσταση. Με άλλα λόγια, κάθε μαχητικό πλέον μπορεί, τουλάχιστον θεωρητικά, να καταστρέψει τόσους στόχους, όσα και τα βλήματα που μεταφέρει.
Η αντιαεροπορική προστασία ενός κράτους απαιτεί μια ολοκληρωμένη και διακλαδική προσέγγιση, αφού τα διαθέσιμα εναέρια και επίγεια μέσα θα πρέπει να ενοποιηθούν πλήρως και με αρμονικό τρόπο, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα δίκτυο μηδενικής προσπέλασης. Τα μέσα αυτά είναι τα αεροσκάφη, τα επίγεια αντιαεροπορικά συστήματα και ένα ενοποιημένο σύστημα διοίκησης και ελέγχου.
Από τις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν το αεροπλάνο άρχισε να χρησιμοποιείται για στρατιωτικούς σκοπούς, άρχισε να αναπτύσσεται και η ιδέα της αντιαεροπορικής άμυνας. Μέχρι τη δεκαετία του 1940, το δίκτυο αντιαεροπορικής άμυνας στηριζόταν σε πυροβόλα διαμετρήματος από 20mm έως 90mm, εκτός βέβαια από τα αεροσκάφη αναχαίτισης. Ορισμένα κράτη ενίσχυσαν τα πυροβόλα αυτά με υποτυπώδη ηλεκτροπτικά σκοπευτικά και ραντάρ έρευνας. Η επανάσταση στον τομέα των αντιαεροπορικών συστημάτων πραγματοποιήθηκε μετά το τέλος του Β’ ΠΠ. Έτσι σήμερα, εκτός από τα συμβατικά πυροβόλα, υπάρχουν και συστήματα κατευθυνόμενων βλημάτων πολύ μικρού, μικρού, μέσου και μεγάλου βεληνεκούς. Η ύπαρξη ενός τόσο πυκνού δικτύου συνεπάγεται και μεγάλες απώλειες για τα αεροσκάφη και τα ελικόπτερα. Παράλληλα με την εξέλιξη των κατευθυνόμενων βλημάτων, σημαντικές προσπάθειες έχουν γίνει και για τη βελτίωση της απόδοσης των αντιαεροπορικών πυροβόλων. Στον τομέα των καννών αναπτύχθηκαν νέες κάννες με ταχυβολία 1.000 φυσιγγίων το λεπτό και με ταχύτητα πλεύσης του φυσιγγίου μεταξύ των 1.050-1.400 μέτρων το δευτερόλεπτο. Στόχος είναι η εκτόξευση προς τον στόχο ενέργειας ικανής ώστε αυτός να καταστραφεί. Στον τομέα των πυρομαχικών, η σημαντικότερη εξέλιξη αφορά στην ανάπτυξη του εξελιγμένου πυρομαχικού AHEAD (Advanced Hit Efficiency And Destruction) από τη Rheinmetall. Κάθε φυσίγγιο AHEAD φέρει 152 υποπυρομαχικά τα οποία εκτοξεύει 10-40 μέτρα μπροστά από το επερχόμενο βλήμα. Τα υποπυρομαχικά έχουν το σχήμα του κυλίνδρου και ζυγίζουν 3,3 γραμμάρια έκαστο. Κατά τη διάρκεια της εκτόξευσης κινούνται με ταχύτητα 1.2000 μέτρων το δευτερόλεπτο. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα περισσότερα ζωτικά συστήματα του επερχόμενου βλήματος καταστρέφονται και έτσι η απειλή εξουδετερώνεται. Πάντως, η αντίληψη αυτή προϋπήρχε από τη δεκαετία του 1960. Μάλιστα, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, τα πρώτα συστήματα αυτής της φιλοσοφίας ήταν γεγονός. Ήταν το αμερικανικό Vulcan/Chaparral και το γερμανικό Gepard/Roland. Ωστόσο, τα συστήματα αυτά συνδύαζαν δύο διαφορετικά συστήματα. Σήμερα η τάση είναι η ενσωμάτωση των κατευθυνόμενων βλημάτων και των πυροβόλων σε μια πλατφόρμα με κοινό σύστημα ελέγχου πυρός. Με αυτόν τον τρόπο, το ενιαίο σύστημα εκτελεί ολόκληρο το φάσμα της διαδικασίας αναχαίτισης στον ελάχιστο δυνατό χρόνο.
Για να επανέλθουμε στο πρόβλημα της προσβολής στόχων με μικρή RCS (Radar Cross Section), δηλαδή μικρότερη των 0,05 τετραγωνικών μέτρων (τέτοια διατομή παρουσιάζουν τα βλήματα AGM-65 Maverick), μια ελκυστική λύση αποτελεί η χρήση ραντάρ παλμικού Doppler δύο διαστάσεων, το οποίο να λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων Χ. Με αυτή τη συνθήκη είναι δυνατή η ανίχνευση στόχου με μικρή RCS στα 10 χιλιόμετρα. Βέβαια, υπάρχει και η λύση των τρισδιάστατων ραντάρ, τα οποία επιτυγχάνουν ταχύτερη ανίχνευση του στόχου, αλλά το οικονομικό κόστος είναι μεγαλύτερο. Μια άλλη εναλλακτική λύση είναι οι ηλεκτροπτικοί αισθητήρες, όπως για παράδειγμα τα συστήματα FLIR.
Το αντιαεροπορικό δίκτυο είναι ευάλωτο στον αιφνιδιασμό, στις επιθέσεις κορεσμού αλλά, πάνω απ’ όλα, στις επιθέσεις ηλεκτρονικών παρεμβολών. Υπό αυτό το πρίσμα, ένα σύγχρονο δίκτυο αντιαεροπορικής άμυνας θα πρέπει να διαθέτει ικανότητες εμπλοκής στόχων κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, ημέρα και νύχτα, να είναι ανθεκτικό στα ηλεκτρονικά αντίμετρα, να εξασφαλίζεται η διαρκής επιχειρησιακή του λειτουργία, να είναι σε θέση να αντιδρά και να βάλει ταχύτατα, να μπορεί να διασυνδεθεί με άλλα αντιαεροπορικά συστήματα ή σταθμούς ραντάρ, να διαθέτει ικανότητες τακτικής κινητικότητας, να μπορεί να εμπλέκει πολλαπλούς στόχους ταυτόχρονα και να έχει υψηλό βαθμό φονικότητας.
Η εμπειρία δείχνει ότι απέναντι σε βλήματα με χαμηλή διατομή ραντάρ ή απέναντι σε μη επανδρωμένα συστήματα, τα αντιαεροπορικά όπλα δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά. Ομοίως και τα αντιαεροπορικά συστήματα μικρού ή πολύ μικρού βεληνεκούς που δεν διαθέτουν αντιπυραυλικές ικανότητες έχουν σοβαρό επιχειρησιακό μειονέκτημα. Αλλά και στα μεγάλα ύψη υπάρχουν πολλές προκλήσεις. Για παράδειγμα, η αναχαίτιση ενός τακτικού βαλλιστικού βλήματος είναι εφικτή μόνο με τη χρήση αντιπυραυλικού συστήματος. Σε τελική ανάλυση, η επιτυχία ενός αντιαεροπορικού συστήματος είναι συνάρτηση της ταχύτητας με την οποία θα πραγματοποιηθεί η εμπλοκή του στόχου.
Αιγαίο: Θανάσιμη ομπρέλα αεράμυνας

Αντιαεροπορική Άμυνα: Συστήματα μεγάλου και μέσου βεληνεκούς
Στον τομέα των αντιαεροπορικών συστημάτων κατευθυνόμενων βλημάτων μεγάλου βεληνεκούς η Ελλάδα διαθέτει δύο συστήματα: Το αμερικανικό Patriot και το ρωσικό S-300 PMU-1.
Οι 36 εκτοξευτές Patriot της αμερικανικής Raytheon, που διαθέτει η Ελλάδα, συγκροτούν έξι πυροβολαρχίες με έξι τετραπλούς εκτοξευτές έκαστη πυροβολαρχία. Η σύμβαση, ύψους $ 887.000.000, για την προμήθεια τεσσάρων πυροβολαρχιών υπογράφηκε το Φεβρουάριο του 1999. Ακολούθησε, το Νοέμβριο του 1999, η ενεργοποίηση του δικαιώματος προαίρεσης, ύψους $ 222.000.000, για την προμήθεια άλλων δύο πυροβολαρχιών. Οι παραδόσεις ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 2002 και ολοκληρώθηκαν το 2004. Μέχρι την έλευση τους, η Ελλάδα παρέλαβε από τις ΗΠΑ με τη μορφή μίσθωσης, τον Οκτώβριο του 1999, τρείς πυροβολαρχίες με τέσσερις τετραπλούς εκτοξευτές έκαστη πυροβολαρχία, οι οποίες επεστράφησαν στις ΗΠΑ το Σεπτέμβριο του 2002 (το συνολικό κόστος της μίσθωσης ανήλθε στα $ 30.000.000). Η σύμβαση προέβλεπε και την προμήθεια 200 βλημάτων τύπου MIM-104D PAC-2 GEM (Patriot Advanced Capability-2 Guided Enhanced Missile) μέγιστου βεληνεκούς 160 χιλιομέτρων, τα οποία άρχισαν να παραλαμβάνονται από τον Ιούνιο του 2002, ενώ η σύμβαση της μίσθωση των τριών πυροβολαρχιών προέβλεπε και τη μίσθωση 96 βλημάτων τύπου MIM-104A μέγιστου βεληνεκούς 70 χιλιομέτρων. Τα βλήματα αυτά παρελήφθησαν την περίοδο 1999-2000 και παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα δωρεάν, μαζί με άλλα 29 βλήματα του ίδιο τύπου, από τις ΗΠΑ το 2002.
Οι οκτώ εκτοξευτές S-300 PMU-1 της ρωσικής Almaz-Antey (δύο πυροβολαρχίες με τέσσερις τετραπλούς εκτοξευτές έκαστη πυροβολαρχία, αν και σύμφωνα με ορισμένες πηγές οι εκτοξευτές είναι 12). Η σχετική σύμβαση, ύψους $ 437.000.000, υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 1997 μεταξύ της Κύπρου και της Ρωσίας. Ωστόσο κατόπιν ισχυρών διεθνών αντιδράσεων και πιέσεων αποφασίστηκε τελικά τα συστήματα, μαζί με 175 βλήματα τύπου 5V55R μέγιστου βεληνεκούς 90 χιλιομέτρων, να μεταφερθούν και να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, κάτι που έγινε το Φεβρουάριο του 1999. Ως αντάλλαγμα η Κύπρος παρέλαβε από την Ελλάδα έξι αντιαεροπορικά συστήματα κατευθυνόμενων βλημάτων μικρού βεληνεκούς τύπου Tor-M1 και 12 αυτοκινούμενα πυροβόλα τύπου Zuzana διαμετρήματος 155mm στη βελτιωμένη έκδοση Μ-2000G. Η κυριότητα των S-300 PMU-1 μεταβιβάστηκε από την Κύπρο στην Ελλάδα, κατόπιν σχετικής σύμβασης, η οποία υπογράφηκε το Δεκέμβριο του 2007. Με την ίδια σύμβαση η Ελλάδα παραχώρησε στην Κύπρο την κυριότητα των έξι Tor-M1 και των 12 Zuzana.
Στον τομέα των αντιαεροπορικών συστημάτων κατευθυνόμενων βλημάτων μεγάλου βεληνεκούς η Τουρκία παρουσιάζει επιχειρησιακό κενό, καθώς δεν διαθέτει κάποιο σύστημα. Επίσημα η Τουρκία διατηρεί σε υπηρεσία 60 εκτοξευτές της οικογένειας Nike (12 της έκδοσης MIM-3 Nike-Ajax και 48 της έκδοσης MIM-14 Nike-Hercules), αλλά το πιθανότερο είναι ότι τα μεν MIM-14 Nike-Hercules αποσύρθηκαν από την υπηρεσία με την έλευση των συστημάτων Hawk XXI, τα δε MIM-3 Nike-Hercules είχαν αποσυρθεί από την υπηρεσία νωρίτερα. Για την ιστορία, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι 60 εκτοξευτές MIM-3/-14 Nike-Ajax/Hercules συγκροτούσαν δέκα πυροβολαρχίες με έξι εκτοξευτές έκαστη πυροβολαρχία. Οι πρώτοι 12 εκτοξευτές, μαζί με 75 βλήματα MIM-3 Nike-Ajax μέγιστου βεληνεκούς 48 χιλιομέτρων, παραχωρήθηκαν από τις ΗΠΑ το 1954 και παρελήφθησαν το 1955, ενώ 48 εκτοξευτές, μαζί με 520 βλήματα MIM-14 Nike-Hercules μέγιστου βεληνεκούς 140 χιλιομέτρων, παραχωρήθηκαν από τις ΗΠΑ το 1958 και παρελήφθησαν την περίοδο 1959-1964.
Σύμφωνα με τις τελευταίες επίσημες πληροφορίες η Τουρκία βρίσκεται στο τελικό στάδιο διαπραγμάτευσης για την προμήθεια των προηγμένων ρωσικών αντιαεροπορικών και αντιβαλλιστικών συστημάτων κατευθυνόμενων βλημάτων μεγάλου βεληνεκούς S-400 Triumph (SA-21 Growler κατά την ορολογία του ΝΑΤΟ) μέγιστου βεληνεκούς 400 χιλιομέτρων. Οι δηλώσεις Ρώσων αξιωματούχων ότι «το συμβόλαιο έχει συμφωνηθεί, τα πάντα είναι ξεκάθαρα, το θέμα του χρηματοδοτικού δανείου δεν έχει επιλυθεί ακόμα» αποδεικνύουν ότι το πρόγραμμα βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο υλοποίησης. Είχε προηγηθεί, το φθινόπωρο του 2013 η απόφαση προμήθειας του κινεζικού συστήματος HQ-9 (FD-2000), έκδοχο του ρωσικού S-300. Το πρόγραμμα τελικά ακυρώθηκε κατόπιν των σφοδρών αντιδράσεων από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, κύκλοι του οποίου διαμήνυσαν-ξεκαθάρισαν στην Τουρκία ότι «το ΝΑΤΟ θα ήταν εξαιρετικά απρόθυμο να συνεργαστεί για την ενσωμάτωση ενός συστήματος που έχει δημιουργηθεί με  κινεζική τεχνολογία με οποιοδήποτε σύστημα της αλυσίδας του  ΝΑΤΟ». Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και οι δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων: «Εκφράσαμε τις σοβαρές μας ανησυχίες για τις συνομιλίες της τουρκικής κυβέρνησης για μια σύμβαση με μια εταιρεία, στην οποία έχουν επιβληθεί αμερικανικές κυρώσεις, για ένα αντιπυραυλικό αμυντικό σύστημα, το οποίο δεν θα είναι διαλειτουργικό με τα συστήματα του ΝΑΤΟ ή με τις συλλογικές δυνατότητες αμυντικών επιχειρήσεων». Τελικά, τον Ιανουάριο του 2015 η Τουρκία ανακοίνωσε την «μετακύλυση» του προγράμματος, δηλαδή την ακύρωση του στην πράξη.
Στον τομέα των αντιαεροπορικών συστημάτων κατευθυνόμενων βλημάτων μέσου βεληνεκούς Ελλάδα και Τουρκία διαθέτουν το σύστημα Hawk. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα διαθέτει 42 εκτοξευτές Hawk Phase III, οι οποίοι είναι οργανωμένοι σε δύο Μοίρες (180η και 181η) με επτά Πυροβολαρχίες και έξι τριπλούς εκτοξευτές έκαστη Πυροβολαρχία. Η σύμβαση για την αγορά έξι πυροβολαρχιών υπογράφηκε το 1961, ενώ τα συστήματα παρελήφθησαν το 1965, μαζί με 500 βλήματα MIM-23A μέγιστου βεληνεκούς 24 χιλιομέτρων, τα οποία παρελήφθησαν την περίοδο 1962-1964 (η εκπαίδευση του ελληνικού προσωπικού πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ το 1964). Η έβδομη πυροβολαρχία αποκτήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 (πιθανότατα το 1973 με τις παραδόσεις να ολοκληρώνονται το 1974). Το 1971 η Ελλάδα παρέλαβε από τις ΗΠΑ οκτώ βλήματα, εκ των οποίων τέσσερα MIM-23A (αγοράστηκαν το 1969 έναντι $ 160.000) και τέσσερα MIM-23B μέγιστου βεληνεκούς 40 χιλιομέτρων (αγοράστηκαν το 1970). Το 1974 αποφασίστηκε η αγορά 96 βλημάτων MIM-23B, τα οποία παρελήφθησαν το 1977. Παράλληλα, αποφασίστηκε και η αναβάθμιση των 504 βλημάτων MIM-23A στο επίπεδο MIM-23B με τις εργασίες αναβάθμισης να πραγματοποιούνται την περίοδο 1974-1977. Ακολούθησε, το 1976, η απόφαση αναβάθμισης των επτά πυροβολαρχιών στο επίπεδο Improved Hawk Phase II, πρόγραμμα το οποίο ολοκληρώθηκε το 1981. Τον Μάρτιο του 1999 υπογράφηκε σύμβαση, ύψους $ 152.833.370, για την αναβάθμιση των επτά πυροβολαρχιών στο επίπεδο Hawk Phase ΙΙΙ. Σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα το πρόγραμμα θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί τον Ιούλιο του 2003, αλλά το Δεκέμβριο του 2000 προέκυψε η ανάγκη υπογραφής νέας συμπληρωματικής σύμβασης για την ανακατασκευή των υλικών που συνοδεύουν το Hawk (οι εργασίες αυτές δεν είχαν προβλεφθεί στη σύμβαση του 1999). Τελικά η συμπληρωματική σύμβαση, ύψους $ 22.100.000, υπογράφηκε τον Ιούνιο του 2002. Έτσι το χρονοδιάγραμμα περάτωσης του προγράμματος μετατέθηκε για το Δεκέμβριο του 2004. Ωστόσο, το Σεπτέμβριο του 2003, το χρονοδιάγραμμα περάτωσης του προγράμματος τροποποιήθηκε εκ νέου και μετατέθηκε για τον Απρίλιο του 2005. Ακολούθησε, τον Απρίλιο του 2004, αίτημα από τις δύο αναδόχους εταιρίες (της αμερικανικής Raytheon και της νορβηγικής Kongsberg) για νέα επιμήκυνση του χρονοδιαγράμματος περάτωσης, τη φορά αυτή για το Δεκέμβριο του 2005. Κατόπιν των συνεχών τροποποιήσεων του χρονοδιαγράμματος περάτωσης του προγράμματος, η Ελλάδα ζήτησε, και πέτυχε, τη συνολική επαναδιαπραγμάτευση της αρχικής σύμβαση. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν το Νοέμβριο του 2004 και ολοκληρώθηκαν το Φεβρουάριο του 2005 οπότε και συμφωνήθηκε η ολοκλήρωση του προγράμματος εντός του 2006. Η πρώτη πυροβολαρχία ολοκλήρωσε την αναβάθμιση της το Σεπτέμβριο του 2003, οι πυροβολαρχίες 2-6 ολοκλήρωσαν την αναβάθμισης τους την περίοδο 2004-2005, ενώ η τελευταία πυροβολαρχία παραδόθηκε αναβαθμισμένη τον Ιούλιο του 2006.
Η Τουρκία διαθέτει 48 εκτοξευτές Hawk XXI, οι οποίοι συγκροτούν οκτώ πυροβολαρχίες με έξι τριπλούς εκτοξευτές έκαστη πυροβολαρχία. Αγοράστηκαν από τις ΗΠΑ στο επίπεδο Improved Hawk, μαζί με οκτώ ραντάρ AN/MPQ-64 Sentinel μέγιστης εμβέλειας 40 χιλιομέτρων. Τα ραντάρ αγοράστηκαν ξεχωριστά και ενσωματώθηκαν στο σύστημα κατά τη διάρκεια του προγράμματος εκσυγχρονισμού που προηγήθηκε πριν παραδοθούν στην Τουρκία. Συγκεκριμένα, το 2002 υπογράφηκε συμβόλαιο, ύψους $ 100.000.000, για την αναβάθμιση των Improved Hawk στο επίπεδο Hawk XXI. Το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε το 2005 οπότε και παρελήφθησαν από την Τουρκία. Το 2005 η Τουρκία παρέλαβε και 175 βλήματα της έκδοσης MIM-23B μέγιστου βεληνεκούς 40 χιλιομέτρων και διάρκεια ζωής έως το 2020.

Αντιαεροπορική Άμυνα: Συστήματα μικρού βεληνεκούς

Στον τομέα των αντιαεροπορικών συστημάτων κατευθυνόμενων βλημάτων μικρού βεληνεκούς η Ελλάδα διαθέτει συνολικά 75 συστήματα, εκ των οποίων 25 Tor-M1, 19 Osa-AK, 20 Osa-AKM και 11 Crotale NG.
Η σύμβαση, ύψους $ 552.000.000, για την προμήθεια 21 Tor-M1 υπογράφηκε τον Φεβρουάριο του 1999. Οι παραδόσεις ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1999 και ολοκληρώθηκαν τον Μάρτιο του 2001. Εντωμεταξύ, το 2000 υπογράφηκαν δύο νέες συμβάσεις, συνολικού ύψους $ 300.000.000, για την προμήθεια έξι και τεσσάρων συστημάτων, αντίστοιχα, του ίδιου τύπου. Εξ’ αυτών έξι παραδόθηκαν στην Κύπρο, ως αντάλλαγμα για τη μεταφορά των S-300 PMU-1 στην Ελλάδα, ενώ τέσσερα παραχωρήθηκαν στην Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ) για την εγγύς αντιαεροπορική προστασία των S-300 PMU-1 (τα δέκα συστήματα παρελήφθησαν την περίοδο 2000-2002). Κατόπιν της πολιτικής θύελλας που προκλήθηκε σχετικά με την αγορά των Tor-M1 και ιδιαίτερα από την αδυναμία της Ρωσίας να διασυνδέσει τα συστήματα Tor-M1 και S-300 PMU-1 μεταξύ τους, αλλά και με το ελληνικό δίκτυο αεράμυνας, Ελλάδα και Ρωσία ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις (Απρίλιος του 2004) για την επίλυση των παραπάνω ζητημάτων. Οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν έναν χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 2005, και οι δύο χώρες συμφώνησαν και υπέγραψαν την αναδιαπραγμάτευση της αρχικής σύμβασης. Με τη νέα σύμβαση, που υπογράφηκε τον Ιούλιο του 2004, η Ρωσία δεσμεύτηκε να υλοποιήσει, εντός 6-18 μηνών τα εξής: (α) Διασύνδεση όλων των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων, που βρίσκονται σε υπηρεσία από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις μεταξύ τους και με το ελληνικό δίκτυο αεράμυνας (β) Δωρεάν παραχώρηση επτά αντιαεροπορικών συστημάτων Osa-AK με ενσωματωμένο σύστημα αναγνώρισης φίλου ή εχθρού (IFF) (γ) Δωρεάν παραχώρηση 12 συστημάτων IFF για τον εξοπλισμό των ισάριθμων συστημάτων τύπου Osa-AK, τα οποία αποκτήθηκαν από τη Γερμανία το 1992 (δ) Δωρεάν παραχώρηση 180 βλημάτων 9Μ33Μ3 για χρήση από τα Osa-AKΜ και ανακατασκευή, για την επέκταση του επιχειρησιακού ορίου ζωής, των 395 ήδη διαθέσιμων 9Μ33Μ2 και (ε) Δωρεάν παραχώρηση 50 θερμικών διόπτρων 1PN79-1 για τον εξοπλισμό ισάριθμων αντιαρματικών συστημάτων Kornet-E. Το 1999, εκτός των 25 συστημάτων η Ελλάδα παρέλαβε και 368 βλήματα 9Μ331 μέγιστου βεληνεκούς 12 χιλιομέτρων (παρελήφθησαν την περίοδο 1999-2000), ενώ το 2000 παραγγέλθηκαν άλλα 250 βλήματα, τα οποία παρελήφθησαν την περίοδο 2000-2002. Από τα 368 βλήματα της σύμβαση του 1999 μια ποσότητα της τάξεως των 100 περίπου βλημάτων παραδόθηκαν στην Κύπρο μαζί με τους έξι εκτοξευτές.
Τα πρώτα 12 Osa-AK παραχωρήθηκαν από τη Γερμανία το 1992 και παρελήφθησαν το 1994, μαζί με 924 βλήματα 9M33Μ2 μέγιστου βεληνεκούς 10 χιλιομέτρων. Το 1998 αγοράστηκαν από τη Ρωσία και παρελήφθησαν 20 συστήματα (16 της αρχικής σύμβασης συν τέσσερα κατόπιν της ενεργοποίησης του σχετικού δικαιώματος προαίρεσης), της βελτιωμένης έκδοσης Osa-AKM, μαζί με 500 βλήματα 9M33Μ2. Τον Απρίλιο του 2005 η Ρωσία συμφώνησε στη δωρεάν παραχώρηση επτά επιπλέον συστημάτων Osa-AK, τα οποία παρελήφθησαν στις αρχές του 2007 μαζί με 180 βλήματα 9Μ33Μ3 μέγιστου βεληνεκούς 15 χιλιομέτρων για χρήση από τα Osa-AKΜ. Επίσης αποφασίστηκε και η ανακατασκευή, για την επέκταση του επιχειρησιακού ορίου ζωής, των 1.424 διαθέσιμων βλημάτων 9Μ33Μ2 αν και σύμφωνα με ορισμένες πηγές η ανακατασκευή αφορούσε μόνον 395 βλήματα. Μαζί με τους εκτοξευτές η Ελλάδα παρέλαβε, το 1992, ένα ραντάρ έρευνας αέρος Long Track και ένα P-15/Flat Face-A, 19 οχήματα διοίκηση BTR-60PU-12 και ένα όχημα MT-LB. Από τα 19 οχήματα διοίκησης τα τρία παραχωρήθηκαν από τη Γερμανία το 1991 και παρελήφθησαν το 1992, ενώ τα υπόλοιπα 16 αγοράστηκαν από τη Ρωσία το 1998 και παρελήφθησαν το ίδιο έτος.
Η σύμβαση, ύψους $ 266.000.000, για την προμήθεια 11 συστημάτων τύπου Crotale NG (Nouvelle Generation) υπογράφηκε τον Ιούνιο του 1999. Οι παράδοση των συστημάτων ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2002 και ολοκληρώθηκαν στα τέλη του 2002. Μέχρι την έλευση των νέων συστημάτων η Γαλλία παραχώρησε, για εκπαιδευτικούς σκοπούς, τέσσερα συστήματα, τα οποία επεστράφησαν το 2002 (είχαν παραληφθεί από την Ελλάδα το Σεπτέμβριο του 2000). Από τα 11 συστήματα, δύο χρησιμοποιεί το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ), ενώ τα υπόλοιπα εννέα συστήματα χρησιμοποιεί η Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ). Μαζί με τα 11 συστήματα η Ελλάδα παρέλαβε και 176 βλήματα τύπου VT-1 μέγιστου βεληνεκούς 11 χιλιομέτρων.
Στον τομέα των αντιαεροπορικών συστημάτων κατευθυνόμενων βλημάτων μικρού βεληνεκούς η Τουρκία διαθέτει 86 συστήματα Rapier. Τα πρώτα 36 συστήματα τύπου Rapier-FSB1 (Field Standard B1) αγοράστηκαν το 1983, μαζί με 12 ραντάρ ελέγχου πυρός DN-181 BlindFire και 750 βλήματα της έκδοσης Rapier Mk.1 μέγιστου βεληνεκούς 8,2 χιλιομέτρων. Το κόστος του προγράμματος ανήλθε στα $ 146.000.000, ενώ συστήματα και βλήματα παραδόθηκαν την περίοδο 1983-1985. Το 1985 αγοράστηκαν άλλοι 36 εκτοξευτές, μαζί με 12 ραντάρ και άλλα 750 βλήματα (πιθανότατα ασκήθηκε το δικαίωμα προαίρεσης της αρχικής σύμβαση). Οι παραδόσεις ξεκίνησαν το 1986 και ολοκληρώθηκαν το 1988. Στις αρχές του 1995 οι ΗΠΑ παραχώρησαν δωρεάν στην Τουρκία δωρεάν άλλους 14 εκτοξευτές, μαζί με 13 ραντάρ και 515 βλήματα Rapier Mk.1 (συστήματα και βλήματα παρελήφθησαν το 1996). Επρόκειτο για συστήματα, τα οποία είχαν αγοράσει οι ΗΠΑ το 1985 για την προστασία των αμερικανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην Τουρκία. Το 1996 αποφασίστηκε η αναβάθμιση των 72 συστημάτων Rapier-FSB1 και έξι από τους 14 εκτοξευτές που παραχωρήθηκαν από τις ΗΠΑ στο επίπεδο Rapier-2000. Το συμβόλαιο, αξίας $ 100.000.000, υπογράφηκε το 1996 και οι εργασίες αναβάθμισαν διήρκεσαν από το 1997 έως το 2002. Το 2002 και με κόστος $ 130-150.000.000, αγοράστηκαν 840 βλήματα της αναβαθμισμένης έκδοσης Rapier Mk.2B, τα οποία παραδόθηκαν την περίοδο 2002-2010. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην έκδοση Rapier Mk.2B το βλήμα έχει διττό ρόλο (αντιαεροπορικό και αντιαρματικό), ενώ σύμφωνα με ορισμένες πηγές οι οκτώ μη-αναβαθμισμένοι εκτοξευτές Rapier-FSB1 έχουν αποσυρθεί ή διατηρούνται σε υπηρεσία σε εκπαιδευτικό ρόλο.

Αντιαεροπορική Άμυνα: Συστήματα πολύ μικρού βεληνεκούς
Στον τομέα των αντιαεροπορικών συστημάτων κατευθυνόμενων βλημάτων πολύ μικρού βεληνεκούς η Ελλάδα διαθέτει 54 αυτοκινούμενα συστήματα ASRAD Hellas, καθώς και φορητούς αντιαεροπορικούς εκτοξευτές FIM-92 Stinger. Η σύμβαση, ύψους $ 134.000.000 για την προμήθεια 54 ASRAD Hellas υπογράφηκε τον Αύγουστο του 2000. Οι παραδόσεις ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 2004 και ολοκληρώθηκαν τον Ιούλιο του 2006, ενώ το Σεπτέμβριο του 2007 ολοκληρώθηκε και η παράδοση των τεσσάρων σταθμών διοίκησης επιπέδου ουλαμού, οι οποίοι κατασκευάστηκαν στο πλαίσιο υλοποίησης των αντισταθμιστικών ωφελημάτων (φέρονται επί οχημάτων M-1097A2). Η σύμβαση του 2000 προέβλεπε την τοποθέτηση του συστήματος σε οχήματα MB-290, αλλά επειδή το σύστημα αποδείχθηκε βαρύ για τα οχήματα του συγκεκριμένου τύπου, το Φεβρουάριο του 2001 αποφασίστηκε να τοποθετηθούν σε οχήματα τύπου M-1097A2 της οικογένειας οχημάτων HMMWV. Το σχετικό συμβόλαιο, ύψους € 8.750.000, για την αγορά των οχημάτων υπογράφηκε τον Απρίλιο του 2002. Το δικαίωμα προαίρεσης, που προέβλεπε η αρχική σύμβαση για άλλα 54 συστήματα δεν ενεργοποιήθηκε. Για τον εξοπλισμό των ASRAD Hellas αγοράστηκαν από τις ΗΠΑ, στα τέλη του 2000 και έναντι ποσού $ 47.500.000, 432 βλήματα FIM-92C Stinger RMP, τα οποία παρελήφθησαν την περίοδο 2004-2006.
Ως προς τους φορητούς αντιαεροπορικούς εκτοξευτές FIM-92 Stinger, τα πρώτα 1.500 βλήματα, μαζί με 500 εκτοξευτές, αγοράστηκαν από τις ΗΠΑ το 1988 έναντι ποσού $ 124.000.000 (σύμφωνα με ορισμένες πηγές το 1988 αγοράστηκαν 476 εκτοξευτές, μαζί με 1.000 βλήματα FIM-92B POST από τις ΗΠΑ και 1.150 βλήματα FIM-92C RMP από την Ευρώπη, μέγιστου βεληνεκούς 4,8 χιλιομέτρων). Παρελήφθησαν την περίοδο 1989-1994. Το 2001 αγοράστηκαν άλλα 200 βλήματα, τα οποία παρελήφθησαν την περίοδο 2003-2004. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές οι εν υπηρεσία σκανδάλες ανέρχονται σε 631-664, ενώ το απόθεμα βλημάτων ανέρχεται στα 3.572, εκ των οποίων τα 1.000 της έκδοσης FIM-92Β Stinger, 1.150 της έκδοσης FIM-92C RMP και 1.322 της έκδοσης FIM-92E Stinger RMP Block.1. Σε κάθε περίπτωση άλλα 432 βλήματα FIM-92C Stinger RMP αγοράστηκαν, από τις ΗΠΑ, στα τέλη του 2000 για τον εξοπλισμό των ASRAD Hellas.
Στον τομέα των αντιαεροπορικών συστημάτων κατευθυνόμενων βλημάτων πολύ μικρού βεληνεκούς η Τουρκία διαθέτει ένα πυκνό και σύγχρονο δίκτυο με 70 συστήματα Atilgan, 78 συστήματα Zipkin και φορητούς εκτοξευτές βλημάτων FIM-92 Stinger. To συμβόλαιο, ύψους $ 352.000.000, για την προμήθεια 70 Atilgan και 56 Zipkin, υπογράφηκε το Νοέμβριο του 2001. Οι παραδόσεις ξεκίνησαν το Νοέμβριο του 2004 και ολοκληρώθηκαν το Νοέμβριο του 2008. Εντωμεταξύ, το Δεκέμβριο του 2007 υπογράφηκε νέα σύμβαση, ύψους $ 55.000.000, για την προμήθεια άλλων 22 Zipkin, οι παραδόσεις των οποίων ολοκληρώθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2010 (από τα 78 συστήματα τα 35 υπηρετούν στον Τουρκικό Στρατό, 11 στο Ναυτικό και 32 στην Αεροπορία). To Atilgan προέκυψε κατόπιν της εγκατάστασης του φορέα SVML (Standard Vehicle Mounted Launchers) της Raytheon στο τεθωρακισμένο όχημα M-113A2, ενώ το Zipkin προέκυψε κατόπιν της εγκατάστασης του φορέα SVML στο όχημα Defender-130 της Land Rover (ο φορέας SVML φέρει δύο τετραπλούς εκτοξευτές βλημάτων FIM-92 Stinger στην έκδοση Atilgan και έναν τετραπλό εκτοξευτή στην έκδοση Zipkin). Στον τομέα των φορητών αντιαεροπορικών εκτοξευτών FIM-92 Stinger η Τουρκία διατηρεί σε υπηρεσία περί τους 1.200 εκτοξευτές, εκ των οποίων οι 800 χρησιμοποιούνται από τον Τουρκικό Στρατό, 292 από το Ναυτικό και 108 από την Αεροπορία. Οι βεβαιωμένες παραγγελίες-παραλαβές βλημάτων αφορούν σε 4.882 βλήματα των εκδόσεων FIM-92A/-92C Stinger Basic/Stinger RMP μέγιστου βεληνεκούς 4,8 χιλιομέτρων, τα οποία αγοράστηκαν το 1986 και παραδόθηκαν την περίοδο 1993-2004. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές η Τουρκία προμηθεύτηκε, από τη Σλοβακία, οκτώ εκτοξευτές 9K38 Igla μαζί με 42 ή 48 βλήματα της έκδοσης 9M39 Igla μέγιστου βεληνεκούς 5,2 χιλιομέτρων για λογαριασμό των τουρκικών δυνάμεων κατοχής στην Κύπρο.
Σε εξέλιξη βρίσκεται το πρόγραμμα ανάπτυξης του αντιαεροπορικού συστήματος κατευθυνόμενων βλημάτων HISAR μικρού (HISAR-A) και μέσου (HISAR-O) βεληνεκούς. Το πρόγραμμα αναπτύσσουν από κοινού η Aselsan και η Roketsan. Ο σχετικός διαγωνισμός ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2007 και αφορούσε στην προμήθεια 18 συστημάτων με δικαίωμα προαίρεσης (option) για 27 επιπλέον συστήματα. Το σχετικό συμβόλαιο, ύψους € 556.300.000, υπογράφηκε τον Ιούνιο του 2011. To HISAR-A θα είναι ερπυστριφόρο και θα ενσωματώνει έναν τετραπλό εκτοξευτή κάθετης εκτόξευσης βλημάτων, ένα ραντάρ επιτήρησης αέρος και ένα ηλεκτροπτικό/υπέρυθρο σκοπευτικό σύστημα. Η ενσωμάτωση του εκτοξευτή και των αισθητήρων σε μια κοινή πλατφόρμα επιτρέπει στο HISAR-A να λειτουργεί ανεξάρτητα από την Πυροβολαρχία και χωρίς την ανάγκη Συστήματος Ελέγχου Πυρός. Η μέγιστη εμβέλεια του θα είναι τα 15 χιλιόμετρα, ενώ το μέγιστο ύψος εμπλοκής θα είναι τα 5 χιλιόμετρα. Το HISAR-O θα είναι τροχοφόρο (επί οχήματος Zetros 6 x 6 της Mercedes). Η μέγιστη εμβέλεια του θα είναι τα 25 χιλιόμετρα, ενώ το μέγιστο ύψος εμπλοκής θα είναι τα 10 χιλιόμετρα.

Αντιαεροπορική Άμυνα: Πυροβόλα

Στον τομέα των αντιαεροπορικών πυροβόλων η Ελλάδα διαθέτει σε υπηρεσία εκατοντάδες πυροβόλα, καθώς και το ολοκληρωμένο σύστημα «Βέλος».
Καθένα από τα έξι ολοκληρωμένα συστήματα «Βέλος» συγκροτείται από τέσσερις τετραπλούς εκτοξευτές βλημάτων AIM-7M Sparrow μέγιστου βεληνεκούς 50 χιλιομέτρων (συνολικά 24 εκτοξευτές με απόθεμα 280 βλήματα), από τέσσερα πυροβόλα τύπου GDF-002A (2 x 35mm) και από ένα ραντάρ τύπου Giraffe-75 («Όμηρος» σε ελληνική υπηρεσία). Τα έξι συστήματα «Βέλος» αγοράστηκαν το 1983 από την Ελβετία, έναντι ποσού $ 98.000.000, και παρελήφθησαν την περίοδο 1984-1986 (τα Giraffe-75 αγοράστηκαν από τη Σουηδία το 1983 και παρελήφθησαν την περίοδο 1985-1986, ενώ τα βλήματα AIM-7M Sparrow αγοράστηκαν από τις ΗΠΑ το 1983 και παρελήφθησαν την περίοδο 1984-1986). Στο πλαίσιο της αναβάθμισης τους αγοράστηκαν από την Ιταλία, το 2005 και έναντι ποσού € 15.000.000, έξι ραντάρ επιτήρησης αέρος και πρόσκτησης στόχων τύπου X-TAR, τα οποία παρελήφθησαν την περίοδο 2007-2008. Το πρόγραμμα αναβάθμισης δύο συστημάτων, συνολικού κόστους € 84.108.928, υπογράφηκε το Νοέμβριο του 2002 με την ελβετική Oerlikon (πλέον ανήκει στην γερμανική Rheinmetall) και περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, την τροποποίηση των πυροβόλων τύπου GDF-002 στο επίπεδο GDF-006 ώστε να μπορούν να δεχτούν το βελτιωμένο πυρομαχικό AHEAD. Το Σεπτέμβριο του 2004 ενεργοποιήθηκε το δικαίωμα προαίρεσης, ύψους € 79.081.488 για την αναβάθμιση των υπόλοιπων τεσσάρων συστημάτων. Το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε το 2009.
Στην κατηγορία του διαμετρήματος των 23mm η Ελλάδα διατηρεί σε υπηρεσία 505 πυροβόλα ZU-23-2 (2 x 23mm), τα οποία παραχωρήθηκαν από τη Γερμανία και παρελήφθησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η ΕΒΟ (Ελληνική Βιομηχανία Όπλων), σε συνεργασίας με τη βουλγαρική Arsco, ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα αναβάθμισης των πυροβόλων με την εγκατάσταση ηλεκτρικού συστήματος ανύψωσης και περιστροφής, καθώς και με την εγκατάσταση συστήματος ελέγχου πυρός, το οποίο ενσωματώνει ηλεκτροπτικό και σύστημα λέιζερ εντοπισμού και παρακολούθησης εναέριων και επίγειων στόχων. Το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Στην κατηγορία διαμετρήματος 20mm η Ελλάδα διαθέτει 546 Rh-202 Mk.20 (2 x 20mm) τα οποία παραχωρήθηκαν από τη Γερμανία και παρελήφθησαν στις αρχές του 1992 (σύμφωνα με ορισμένες πηγές σε υπηρεσία εντάχθηκαν 285 πυροβόλα, εκ των οποίων 150 στα μέσα της δεκαετίας του 1970). Σύμφωνα με ορισμένες πηγές το ΠΝ διατηρεί σε υπηρεσία μικρό αριθμό αντιαεροπορικών πυροβόλων τύπου L/60 (1 x 40mm), ενώ άλλες πηγές αναφέρουν ότι τα L/60 έχουν αποσυρθεί και έχουν αντικατασταθεί από Rh-202 Mk.20.
Στον τομέα των αντιαεροπορικών πυροβόλων η Τουρκία διαθέτει σε υπηρεσία εκατοντάδες πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων. Στο διαμέτρημα των 12,7mm η Τουρκία διατηρεί σε υπηρεσία περί τα 160 παλαιά M-45 Quadmount (4 x 12,7mm). Συνολικά η Τουρκία παρέλαβε περί τα 900 συστήματα, αλλά σε υπηρεσία παραμένουν 160 σε διπλό ρόλο (εγγύς αντιαεροπορικής άμυνας και υποστήριξης πυρός). Στο διαμέτρημα των 20mm διατηρούνται σε υπηρεσία 740 πυροβόλα, εκ των οποίων 440 GAI-BO1 (2 x 20mm), τα οποία κατασκευάστηκαν στην Τουρκία κατόπιν αδείας, και 300 Rh-202 Mk.20 (2 x 20mm), τα οποία παραχωρήθηκαν από τη Γερμανία (σύμφωνα με ορισμένες πηγές ο συνολικός αριθμός τους ανέρχεται σε 432 πυροβόλα).
Στο διαμέτρημα των 35mm διατηρούνται σε υπηρεσία 118 αναβαθμισμένα πυροβόλα GDF-006 (1 x 35mm). Το 1995 η Τουρκία αγόρασε 120 πυροβόλα της έκδοσης GDF-003, τα οποία κατασκευάστηκαν κατόπιν σχετικής άδειας στην Τουρκία, μαζί με 57 ραντάρ ελέγχου πυρός D-9 Super Flandermaus. Οι παραδόσεις ξεκίνησαν το 1997 και ολοκληρώθηκαν το 2000. Το Δεκέμβριο του 2007 αποφασίστηκε η αναβάθμιση 118 πυροβόλων στο επίπεδο GDF-006 ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούν το πυρομαχικό AHEAD (Advanced Hit Efficiency And Destruction). Το σχετικό συμβόλαιο υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 2010. Το πρόγραμμα, το οποίο ανέλαβε η Aselsan, αφορούσε και στην αντικατάσταση των D-9 Super Flandermaus με ένα σύγχρονο Σύστημα Ελέγχου Πυρός σχεδίασης και ανάπτυξης της Aselsan (το πρόγραμμα αναβάθμισης των πυροβόλων υλοποίησε η ΜΚΕΚ). Το όλο πρόγραμμα ολοκληρώθηκε το 2013 (τα δύο μη αναβαθμισμένα πυροβόλα χρησιμοποιήθηκαν ως πρωτότυπα δοκιμών). Εντωμεταξύ, το 2016 ξεκίνησαν να παραλαμβάνονται τα νέα τρισδιάστατα ραντάρ αεράμυνας Kaplan της Aselsan (αντίγραφο του AN/MPQ-64 Sentinel), στο πλαίσιο υλοποίηση του προγράμματος HERRIKS. Κάθε σύστημα HERRIKS αποτελείται από ένα Kaplan και ένα Σύστημα Ελέγχου Πυρός για τον έλεγχο και τον συντονισμό πυρός των φορητών εκτοξευτών FIM-92 Stinger και των πυροβόλων GDF-006 (σύμφωνα με ορισμένες ανεπιβεβαίωτες πηγές, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η Τουρκία απέκτησε και 100 πυροβόλα GDF-001).
Το σημαντικότερο, σε εξέλιξη, πρόγραμμα στον τομέα των αντιαεροπορικών πυροβόλων είναι το Korkut της Aselsan. Το Korkut είναι ένα αυτοκινούμενο δίδυμο αντιαεροπορικό πυροβόλο διαμετρήματος 35mm. Το σχετικό συμβόλαιο, ύψους € 500.000.000, για την προμήθεια 14 ολοκληρωμένων συστημάτων Korkut υπογράφηκε τον Ιούνιο του 2016. Η υλοποίηση του συγκεκριμένου προγράμματος αποφασίστηκε και κατακυρώθηκε στην εταιρία Aselsan το Δεκέμβριο του 2007, ενώ το σχετικό συμβόλαιο σχεδίασης και ανάπτυξης, ύψους $ 120.300.000, υπογράφηκε το Μάρτιο του 2010. Κάθε ολοκληρωμένο σύστημα Korkut περιλαμβάνει ένα σταθμό πρόσκτησης στόχων και ελέγχου πυρός και τρείς μονάδες πυρός με δίδυμα πυροβόλα των 35mm (ικανά για βολή πυρομαχικών AHEAD), επί ερπυστριοφόρων τεθωρακισμένων οχημάτων M-113A1. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες οι συνολικές επιχειρησιακές ανάγκες του Τουρκικού Στρατού ανέρχονται σε 25 ολοκληρωμένα συστήματα (75 πυροβόλα). Τα πρώτα συστήματα αναμένεται να παραδοθούν το 2022.
Τέλος, στο διαμέτρημα των 40mm η Τουρκία διατηρεί σε υπηρεσία 600 πυροβόλα L/60 (1 x 40mm), αν και σύμφωνα με ορισμένες πηγές ο εν υπηρεσία αριθμός είναι 490 πυροβόλα, 260 πυροβόλα L/70 (1 x 40mm), τα οποία αποτελούν βελτιωμένη έκδοση του L/60 και παραχωρήθηκαν από τη Γερμανία, 52 πυροβόλα L/70T αναβαθμισμένα με οπτικό σκοπευτικό P-56 και αριθμό αυτοκινούμενων πυροβόλων M-42A1 Duster (2 x 40mm), τα οποία παραχωρήθηκαν από τη Γερμανία το 1979 και παρελήφθησαν την περίοδο 1979-1981. Τα Μ-42A1 Duster θα αντικατασταθούν από τα Korkut. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές 110 M-42A1 Duster βρίσκονται σε αποθήκευση με τα υπόλοιπα 152 να έχουν αποσυρθεί οριστικά από την υπηρεσία.

thinknews.gr πηγη

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του blog μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.‌‌