Τα εθνικά θέματα δεν προσφέρονται για πολιτικά παιχνίδια. Όσο κοινότοπη και εάν ακούγεται αυτή η φράση, άλλο τόσο διατηρεί την αξία της. Και όμως, την ίδια στιγμή, η πρόσφατη ιστορία δείχνει ότι ουκ ολίγες φορές τα εθνικά θέματα όχι μόνο εντάθηκαν στην πολιτική αντιπαράθεση αλλά και γύρω από ξεδιπλώθηκαν πολιτικές στρατηγικές (όπως και πολιτικές καριέρες για να μην ξεχνιόμαστε).
Την ίδια ώρα πραγματική στρατηγική συζήτηση δεν γινόταν, τα κόμματα αλλά και οι κυβερνήσεις επαναλάμβαναν «πάγιες θέσεις», έντυπα και άλλα ΜΜΕ ανακύκλωναν τους ίδιους λίγο πολύ εντυπωσιακούς τίτλους όποτε υπήρχε κάποια εξέλιξη και η κοινή γνώμη παρέμενε χωρίς πραγματική ενημέρωση, αποδεχόμενη τις πιο πολλές φορές στερεότυπα που μικρή σχέση είχαν με την πραγματικότητα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να διορθώσει το «πατριωτικό» προφίλ του
Η κυβέρνηση Τσίπρα είναι αλήθεια ότι δεν έδειξε την ίδια διάθεση να επενδύσει στα «εθνικά θέματα». Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υιοθετήσει «πατριωτική» ορολογία τα προηγούμενα χρόνια, κυρίως όμως σε σχέση με τα μνημόνια, προσπαθώντας να συνδέσει τον αντιμνημονιακό αγώνα με την Εθνική Αντίσταση. Αντίθετα, στα άλλα ζητήματα που συνήθως θεωρούμε εθνικά, όπως π.χ. τα ελληνοτουρκικά ο ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκε διαχρονικά στο πλαίσιο των ιστορικών παραδόσεων της ανανεωτικής αριστεράς (διάλογος, συνεννόηση, καταδίκη εθνικισμού). Το μόνο που τον διαφοροποίησε από τις παραδόσεις της αριστεράς ήταν η επιμονή σε μια φιλοαμερικανική πολιτική. Άλλωστε, στο Μακεδονικό θα προκρίνει και θα υλοποιήσει μια γραμμή που μάλλον απείχε από τον «υπερπατριωτισμό».
Είναι αλήθεια ότι στη μεγαλύτερη διαδρομή της η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα περιλάμβανε και τη συνεργασία με ένα κόμμα, τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμμένου, που είχε ανοιχτά εθνικιστική ρητορική, χωρίς ωστόσο να επηρεάσει τις βασικές κατευθύνσεις πολιτικής.
Όμως, φαίνεται ότι στον ΣΥΡΙΖΑ το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών τους έκανε να επανεκτιμήσουν διάφορες πλευρές αν όχι της στρατηγικής, τουλάχιστον της τακτικής και της ρητορικής. Οι σημαντικές εκλογικές απώλειες και η μεγάλη διαφορά με τη ΝΔ επέβαλαν την αναζήτηση τρόπων ώστε να αποκτηθεί μέρος του εκλογικού ακροατηρίου. Το γεγονός ότι μία από τις παραμέτρους που επηρέασαν το εκλογικό ακροατήριο ήταν και η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν κάτι που συνεκτιμήθηκε.
Γι’ αυτό το λόγο και είναι προφανές ότι στον ΣΥΡΙΖΑ πήραν τη συνειδητή επιλογή να αναβαθμίσουν και τις αναφορές στα εθνικά θέματα αλλά και τα πατριωτικά στοιχεία ως προς τη ρητορική. Μόνο που τέτοιες ρητορικές μετατοπίσεις αποτυπώνονται καλύτερα όταν υπάρχει και μια ενεργή «εθνική κρίση» που επιτρέπει να αναδεικνύεται και η ικανότητα του πρωθυπουργού να μπορεί να χειρίζεται δύσκολες καταστάσεις και να επιδεικνύει «στιβαρό χέρι».
Σε αυτό το φόντο είναι σαφές ότι πάρθηκε μια επιλογή να εργαλειοποιηθεί εντός της προεκλογικής κατάστασης η κατάσταση σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά και ειδικότερα σε σχέση με τις προκλήσεις της Τουρκία ως προς τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΑΟΖ της. Το στοιχείο της εργαλειοποίησης αναφέρεται ακριβώς στο πώς ένα υπαρκτό ζήτημα, έγινε προσπάθεια να αξιοποιηθεί ως μοχλός για να βελτιωθεί η εικόνα του πρωθυπουργού και του ΣΥΡΙΖΑ ενόψει εκλογών.
Σε ποια φάση είμαστε σε σχέση με τις κινήσεις της Τουρκίας
Η διαπίστωση αυτή δεν επιθυμεί να μειώσει τη σημασία των εξελίξεων σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά. Κάθε άλλο οι σχέσεις των δύο χωρών διέρχονται μια δύσκολη φάση. Η Τουρκία είναι πιεσμένη από το κουβάρι των αντιφάσεων με τις οποίες είναι αντιμέτωπη (μια δύσκολη και απρόβλεπτη διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ που αφορά τη συνολικότερη σχέση της με τη Δύση, μια αναγκαστική συμπόρευση με τη Ρωσία, μια διαρκή εμπλοκή με τη συριακή κρίση που απέχει από τους αρχικούς σχεδιασμούς της και φυσικά μια ανοιχτή οικονομική κρίση που εντείνει τη δυσαρέσκεια κατά του Ερντογάν). Όλα αυτή την ωθούν σε μια σειρά από «προβολές ισχύος» στην περιοχή για να δείξει ότι παραμένει μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη που δεν μπορεί να αποκλειστεί από το να έχει λόγο για τις εξελίξεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία έχει κλιμακώσει τις αμφισβητήσεις της ως προς τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΑΟΖ της. Αυτό αντιστοιχεί τόσο στην πάγια τουρκική θέση ότι η Κύπρος ως νησί κοντά σε συμπαγείς όγκους ξηράς δεν έχει δικαίωμα σε αυτοτελή ΑΟΖ και στην παράλληλη επιμονή ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει το δικαίωμα να προχωρά σε εξορύξεις και ακόμη περισσότερο σε εκμετάλλευση εφόσον δεν εκπροσωπεί το σύνολο των Κυπρίων αλλά μόνο τους Ελληνοκύπριους.
Παράλληλα, η Τουρκία θεωρεί ότι μπορεί να κάνει έρευνες σε περιοχές δυτικά της Κύπρου και νότια του Καστελόριζου, δηλαδή και εντός των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας (και κατ’ αναλογία της ελληνικής ΑΟΖ εάν ποτέ αυτή ανακηρυσσόταν).
Ειδικά στην κυπριακή ΑΟΖ, που είναι νόμιμα ανακηρυγμένη και σε ένα μεγάλο μέρος της οριοθετημένη (δεν είναι οριοθετημένη εκεί όπου η ακριβώς οριοθέτηση απαιτεί τη συναίνεση της Τουρκίας), η Τουρκία έχει ανακοινώσει ότι προχωρά σε ερευνητική γεώτρηση, έχοντας ήδη στείλει το ειδικό σκάφος πορθητής ενώ ετοιμάζεται στείλει και δεύτερο. Παράλληλα, επιμένει στην απόφασή της ότι μπορεί να αποδίδει συμβόλαια έρευνας για τμήμα της κυπριακής ΑΟΖ.
Οι εξελίξεις αυτές δεν έγιναν φυσικά τις τελευταίες μέρες, αλλά ξεδιπλώνονται εδώ και αρκετό καιρό. Η μόνη εξέλιξη της περασμένη εβδομάδας ήταν η ύπαρξη ενδείξεων ότι γίνεται προετοιμασία όντως για την εκκίνηση ερευνητικής γεώτρησης.
Απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει τη δυνατότητα να απαντήσει με άμεσο τρόπο, για τον πολύ απλό λόγο ότι η Ναυτική Διοίκηση της Κυπριακής Εθνικής Φρουράς αποτελείται από τρία περιπολικά και ένα πλοίο υποστήριξης.
Η προσπάθεια άσκησης πολιτικής και διπλωματικής πίεσης
Κατά συνέπεια αυτό που μένει είναι ο δρόμος της άσκησης πίεσης πολιτικής και διπλωματικής προς την Τουρκία. Η μόνη αυτοτελή ενέργεια που έκανε η Κύπρος ήταν πρώτον να προσπαθήσει να αποτρέψει αρκετές από τις μεγάλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο χώρο των εξορύξεων από το να προσφέρουν υπηρεσίες στην Τουρκία, και δεύτερον να εκδώσει διεθνή εντάλματα σύλληψης για τα πληρώματα των πλοίων που βρίσκονται παράνομα στα όρια της κυπριακής ΑΟΖ.
Ως προς τη διπλωματική πίεση, το κρίσιμο ερώτημα για την κυπριακή αλλά και την ελληνική πλευρά ήταν να γίνει ένα βήμα πέρα από τις φραστικές καταδίκες που μπορεί να στέλνουν μήνυμα αλλά δεν έχουν άμεσο αντίκτυπο στην Τουρκία. Η χθεσινή ανακοίνωση του Συμβουλίου Ασφαλείας δείχνει ότι οι Ευρωπαίοι θέλουν να μείνουν στα μισόλογα και δεν προχωρούν σε πραγματικές πιεστικές καταστάσεις κατά της Αγκυρας.
Κι εδώ υπάρχουν πραγματικές δυσκολίες, καθώς ακόμη και μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει μια απροθυμία ορισμένων χωρών να προχωρήσουν σε κινήσεις που θα είχαν άμεσο κόστος και γιατί δεν επιθυμούν να έχουν μια ρήξη με την Τουρκία και γιατί θεωρούν η Τουρκία, που ο κρίσιμος κόμβος στην πολιτικής της ΕΕ για το μεταναστευτικό και το προσφυγικό, έχει τρόπους και αυτή με τη σειρά της να ασκήσει πίεση στην Ευρώπη.
Την ίδια ώρα εντός ΝΑΤΟ η Τουρκία μπορεί να στηρίζεται και στη στάση χωρών όπως η Μεγάλη Βρετανία. Πρόσφατες άλλωστε οι δηλώσεις του βρετανού υφυπουργού Σερ Άλαν Ντάνκαν ότι η κυριαρχία εντός της κυπριακής ΑΟΖ είναι υπό αμφισβήτηση.
Παράλληλα, σε ένα πιο γενικό πλαίσιο συνεχίζεται η αντιπαράθεση αλλά και διαπραγμάτευση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία, με τις δύο χώρες να έχουν βρεθεί κοντά στη ρήξη αλλά την ίδια στιγμή εμφανώς να μη θέλουν να την καταστήσουν αυτή μη αντιστρέψιμη.
Σε αυτό το πλαίσιο υπήρξε προεργασία και στην Αθήνα και τη Λευκωσία ενόψει και του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων και της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ, σε μια προσπάθεια να αποτυπωθεί η πιο ισχυρή απάντηση στις Τουρκικές προκλήσεις, αν και όλες οι ενδείξεις είναι οι ευρωπαϊκές χώρες σε αυτή τη φάση δεν επιθυμούν να κλιμακώσουν πέραν του φραστικού την πίεση ή να προχωρήσουν σε μορφές κυρώσεων που θα έχουν άμεσο αντίκτυπο (π.χ. κυρώσεις εναντίον της τουρκικής κρατικής εταιρείας πετρελαίου).
Το ΚΥΣΕΑ τι χρειαζόταν;
Όλα τα παραπάνω ήταν γνωστά πριν γίνει το ΚΥΣΕΑ. Στον κυπριακό αλλά και τον ελληνικό Τύπο μπορούσε κανείς να διαβάσει ρεπορτάζ και αναλύσεις. Ακόμη και τα στοιχεία ότι γίνονται προετοιμασίες για γεώτρηση ήταν ήδη γνωστά. Ούτε μέχρι στιγμής έχουν δοθεί κάποιες εξηγήσεις για τυχόν έκτακτες πληροφορίες ή νέες εξελίξεις, ούτε ο τόνος των δηλώσεων του πρωθυπουργού, αλλά και όσων ακολούθησαν, παραπέμπουν σε κάτι νέο.
Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε το εξής: σε αντίθεση με το υπουργικό συμβούλιο που ενίοτε μπορεί να συγκαλείται και ως αφορμή επικοινωνιακών εξαγγελιών, το ΚΥΣΕΑ είναι ένα όργανο συνδεδεμένο, ειδικά σε περιπτώσεις έκτακτης σύγκλισης, με πραγματικές έκτακτες εξελίξεις.
Για αυτό το λόγο δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η χρήση τέτοιων οργάνων για επικοινωνιακούς και δη προεκλογικούς σκοπούς αποτελεί μορφή εργαλειοποίησης της αντιμετώπισης των εθνικών θεμάτων, εντείνει στην κοινή γνώμη την αίσθηση ότι οι θεσμικές διαδικασίες αποτελούν περισσότερο πεδία κομματικών σχεδιασμών και στέλνει ένα μήνυμα απουσίας συγκροτημένης εξωτερικής πολιτικής.
Η δέσμευση για εκ των υστέρων σύγκλιση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής μπορεί να ολοκληρώνει το επικοινωνιακό του πράγματος, αλλά σε κανένα βαθμό δεν δικαιολογεί αναδρομικά τη σύγκλιση του ΚΥΣΕΑ, ούτε αναιρεί την αίσθηση προεκλογικού χειρισμού. Ιδίως όταν η ελληνική κυβέρνηση δεν σκοπεύει να κάτι πέρα από ήδη προδιαγεγραμμένες κινήσεις εντός της ΕΕ πρωτίστως.
Η καθυστερημένη προσπάθεια διαμόρφωσης εικόνας «εθνικού ηγέτη»
Όσο κατανοητή και εάν με προεκλογικούς όρους η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να αναβαθμίσει το «εθνικό» προφίλ του Αλέξη Τσίπρα, αυτό δεν μπορεί να εμπλέκεται με την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Για την ακρίβεια δεν μπορούν να γίνονται επικοινωνιακοί σχεδιασμοί εκεί που χρειάζονται πολιτικοί σχεδιασμοί.
Εάν η κυβέρνηση είχε όντως αποφασίσει κάποια μείζονα αλλαγή πολιτικής ή κάποια κλιμάκωση ως προς τα μέτρα πίεσης προς την Τουρκία θα μπορούσε απλώς να είχε προχωρήσει στις σχετικές κινήσεις.
Εάν εκτιμούσε ότι υπάρχουν πληροφορίες που έπρεπε να τις μοιραστεί με την αντιπολίτευση, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει υπαρκτά κανάλια επικοινωνίας που υπάρχουν.
Εάν ήθελα να δώσει την εικόνα διακομματικής συναίνεσης γύρω από πρωτοβουλίες ακόμη και μέσα στην προεκλογική περίοδο, θα μπορούσε να προσκαλέσει τους πολιτικούς αρχηγούς και να ζητήσει να κινηθούν από κοινού.
Όμως, όλα δείχνουν ότι απλώς επεδίωκαν να κερδίσουν επικοινωνιακό χώρο και χρόνο σε μια προσπάθεια να αναδειχτεί ο Αλέξης Τσίπρας ως «εθνικός ηγέτης».
Ως προεκλογικός «ευσεβής πόθος» αυτός είναι κατανοητός, αλλά ως τρόπος προσέγγισης ζητημάτων σύνθετων και με πραγματικούς κινδύνους μόνο ενδεδειγμένος δεν μπορεί να θεωρηθεί.πηγη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του blog μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.